ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΑΙΟΙ

ΤΟ ΠΟΥΡΛΟΤΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΜΠΟΤΙΝΑ – ΑΝΩ ΧΩΡΑ

Τείντο κακό που γίνεται κι’ η  ταραχ’  µεγάλη

µεσ’ ς’ την τρανή Λοµποτινά, ς’του Κανναβού τασπίτια;

Πώς σούρθε πως σου γένηκε καϋµένη Σωτηράκη

και το πουρλότο έβαλες ςτ’ αρχοντικά σεράγια;

έννιά νομάτους έκαψες και μια κυρά μεγάλη.

Kυρά βαστούσε το παιδί πέντε ημερών λεχώνα.

Κι’ ο Κανναβός ξεκίνησε και ς’ την Κοζίτσα. πάει.

Συνάζ’ ασκέρι διαλεχτό, τον καπετάν Πηλάλα

«Γιώργο μ’ σε θέλω για καλό, σε θέλω για μεντάτι.

να πάμε ς’ τη Λομποτινά ς’ τα Σωτηραίϊκα σπίτια,

Φωτιά μεγάλη έβαλε ς’ τα Σωτηραίϊκα σπίτια.

Τρανό κακόν οπώγεινε ς’ τους μαύρους Σωτηραίους

Η λαϊκή μούσα μπόρεσε με 14 στίχους να περιγράψει το μεγάλο δράμα και να το κάνει μοιρολόι. Είναι φανερό ότι ο λαϊκός στιχουργός εκφράζει τη μεγάλη θλίψη του για το κακό που βρήκε του Κανναβαίους, όπως και για του Σωτηροπουλαίους είναι μεγάλη η συμφορά, που δεν τον αφήνει ασυγκίνητο και με τους δυο-τρεις τελευταίους στίχους του εκφράζει τη συμπάθεια του και γι’ αυτούς, για το τρανό κακό που τους βρήκε.

 

Μετά από 190 χρόνια θα προσπαθήσουμε να απλώσουμε αυτούς τους 14 στίχους και να εξιστορήσουμε το μεγάλο τραγικό και συγκλονιστικό γεγονός που σημάδεψε την ιστορία της πρωτεύουσας των Κραβάρων, της Μεγάλης Λομποτινάς (σημερινής Άνω Χώρας). Τραγικό και οδυνηρό συμβάν, επειδή ξεκλήρισε τις δυο πρωτο-οικογένειες της Λομποτινάς. Τις οικογένειες των Καναββαίων και των Σωτηροπουλαίων. Θα προσπαθήσουμε να ξεδιπλώσουμε τα κακοδιπλωμένα και σκονισμένα χαρτιά της ιστορίας για να αναδυθούν τα γεγονότα που οδήγησαν στην ανατίναξη του πύργου των μεγαλο-κοτζαμπάσηδων Καναβαίων τον Γενάρη του 1823 από τους συντοπίτες πρωτο-άρχοντες Σωτηροπουλαίους, προεξαρχόντων του Κολιού και του Παναγιωτάκη Σωτηρόπουλου, προφανώς επειδή αυτοί ήταν οι μεγαλύτεροι νέοι άρρενες της οικογενείας και να δούμε τι επακολούθησε του πουρλότου.

 

Οι Σωτηροπουλαίοι ήταν μια οικογένεια με πολλά αδέλφια : ο Χριστόδουλος από χρόνια νυμφευμένος στο Αιτωλικό, ο Νικόλαος (Κολλιός) ήδη είχε χρηστεί χιλίαρχος στα πεδία των μαχών της Επανάστασης, ο Παναγιωτάκης στις 18.09.1813νυμφεύτηκε με της Χάιδω Οικονομοπούλου, από αρχοντο-οικογένεια του Αιτωλικού και κατοικούσε στη Μεγ. Λομποτινά, ο Γιώργος νυμφευμένος με τη Γιωργίτσα ή Γιωργούλα με την οποία είχε κάνει έξη αγόρια και κανένα κορίτσι, κάτοικος κι’ αυτός της Μεγ. Λομποτινάς, και δυο αδελφές τη Μαρία παντρεμένη στο Αιτωλικό και τη μικρή Αικατερίνη που το 1823 ήταν 13 ετών και που αργότερα παντρεύτηκε τον Κώστα Βουλπιώτη, αγωνιστής κι’ αυτός της Επανάστασης με πολλές περιπέτειες.[1] Και, τέλος, η μεγάλη οικογένεια συμπληρώνεται με έξη ακόμα αδέλφια.

 

Στη Μεγάλη Λομποτινά, το καιρό εκείνο, υπήρχαν τρεις πόλοι δύναμης και εξουσίας: το τουρκικό απόσπασμα που εκτελούσε χρέη φύλαξης και διαφέντευσης της περιοχής, ο κοτζάμπασης Καναβός που σε αγαστή συνεργασία με το τουρκικό απόσπασμα διαφέντευαν μαζί τον τόπο και, τέλος, τους πρώτους νοικοκυραίους της περιοχής τους Σωτηροπουλαίους με πάμπολλα κτήματα, κοντά στα 100, στην ευρύτερη περιοχή, και δικούς τους ανθρώπους να τους βοηθούν παντοιοτρόπως (μερικοί απ’ αυτούς συνιστούσαν το νταϊφά τους).

 

Ο Τούρκος δυνάστης από το σαράι του έτρωγε, έπινε και συναγελάζονταν με το καναβαίικο καταπιέζοντας τους ντόπιους που τους άρμεγαν παντοιοτρόπως προκειμένου να επαυξάνουν καθημερινά την καλοπέρασή τους και το ραχάτι τους. Οι Καναβαίοι με χίλιους-δυο τρόπους και τις τούρκικες πλάτες πολλαπλασίαζαν την περιουσία τους. Οι υποχρεωτικές πωλήσεις προς τους Καναβαίους της κτηματικής περιουσίας των χωρικών της περιοχής με τη γνωστή διαδικασίας του δανεισμού με υψηλά επιτόκια, που τελικά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα τοκοχρεολύσια με συνέπεια τα κτήματα των κατοίκων της περιοχής σιγά-σιγά να περιέρχονται στους Καναβούς και οι χωρικοί συν τω χρόνω να μετατρέπονται σε εργάτες μέσα στη πρώην περιουσία τους. Είχαν μεταπέσει στο επίπεδου του δουλοπάροικου και όποιος τολμούσε να δείξει τη δυσαρέσκεια του τον κρεμούσαν ανάποδα στον μεγάλο πλάτανο.

 

Η ανομία και η καθημερινή αδικία, γιγάντωνε την οργή των χωρικών και την ανάγκη τους για εκδίκηση. Με την Επανάσταση αυτή η ανάγκη για εκδίκηση άρχισε να μεγαλώνει και να τους τυφλώνει όλο και περισσότερο, όταν άρχισε να γλυκοχαράζει η μέρα της λευτεριάς και να φυσάει ο δροσερός της άνεμος. Το καρυοφύλλι βρόντηξε σε κάμπους και ραχούλες, αλλά οι χθεσινοί συνεργάτες των Τούρκων, οι κοτζαμπάσηδες, άρπαξαν και πάλι τα πρωτεία και από κοτζαμπάσηδες έγιναν «παραστάτες» και μετά «αντιπρόσωποι», δηλ. βουλευτές της περιοχής τους. Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα και την επαναστατική ατμόσφαιρα υπήρξε εντονότατη διαμάχη μεταξύ της «καθεστηκυίας τάξης», των κοτζαμπάσηδων και των συν αυτώ, με τους καπεταναίους που ανέδειξε αυτή καθεαυτή η Επανάσταση μέσα από τις καθημερινές μάχες ενάντια στο Τούρκο.

 

Οι κοτζαμπάσηδες έκαναν το παν για να μένουν τα πράγματα αμετάβλητα μετά την αποχώρηση των Τούρκων και να μείνει η σκλαβιά στην Ελλάδα με αφέντες τους ίδιους κοτζαμπάσηδες. Για την περιοχή των Κραβάρων ο Καναβός ήταν έτοιμος να αρχίσει εμφύλιο πόλεμο με την ισχυρή οικογένεια του Πηλάλα της επαρχίας, από τη γειτονική Κοζίτσα (σημερινή Αμπελακιώτισα) των Κραβάρων, προκειμένου να διατηρήσει την κοτζαμπασήδικη πρωτοκαθεδρία. Τα τέσσερα αδέλφια της οικογενείας αυτής, ο πρωτοκαπετάνιος και αρχηγός της Γιώργος και οι Γιάννης, Παναγιώτης και Αντώνης, σήκωσαν πρώτοι κεφάλι και έφτασαν σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Καναβό.

 

Όταν ο εμφύλιος μεταξύ των οικογενειών Καναβού-Πηλάλα πήρε τέλος βγήκε στην επιφάνεια το αβυσσαλέο μίσος που χώριζε τις συγχωριανές οικογένειες του Καναβού και του Σωτηρόπουλου, αν και παλαιότερα είχαν συμπεθεριάσει προκειμένου να αμβλυνθεί η αντιπαλότητα τους. Η κορύφωση της διαμάχης μεταξύ αυτών των δυο οικογενειών σημαδεύτηκε με την ανατίναξη του τριώροφου πύργου των Καναβαίων από τον Κολλιό και Παναγιώτη Σωτηρόπουλο, οι οποίοι άνοιξαν σήραγγα-λαγούμι-υπόνομο, μήκους περίπου 100 μέτρων, από το σπίτι τους μέχρι τον πύργο των Καναβαίων και αφού τοποθέτησαν πολλά εκρηκτικά το ανατίναξαν. Αυτό ήταν το διαβόητο πουρλότο, όπως έμεινε στην ιστορία της Μεγάλης Λομποτινάς, της πρωτεύουσας των Κραβάρων, που αναποδογύρισε το οσπίτιον των Κανναβαίων όπως γράφεται στις αλληλογραφίες της εποχής.

 

Με την ανατίναξη σκοτώθηκαν εννέα άτομα, εκ των οποίων γνωρίζουμε μόνον τρία εξ αυτών: την αρχόντισσα Κανναβίνα, τη σύζυγος του Γιωργάκη-Λογοθέτου Κανναβού, όντας λεχώνα πέντε ημερών, με το νεογέννητο μωρό της και τη μητέρα του Λογοθέτου Κανναβού. Με βάση υπάρχοντα στοιχεία θα πρέπει να σκοτώθηκαν και άλλα παιδιά των Κανναβαίων, αλλά δεν γνωρίζουμε αριθμό και ονόματα. Εξαίρεση αποτελεί η διάσωση ενός μικρού παιδιού που σώθηκε έτσι όπως τινάχτηκε κι’ έπεσε επάνω στα χιόνια (πιθανόν ο Νικόλαος Κανναβός μετέπειτα σημαντικός πολιτικός). Οι τρεις κόρες του Γιώργου Κανναβού επέζησαν του πουρλότου: η Δέσποινα παντρεύτηκε το 1831 τον Παναγιώτη Φαρμάκη, οπλαρχηγό και γενναίο πολεμιστή, η Ειρήνη παντρεύτηκε το Γεωργούλα Γιολδάση, γιο του πρωτοκαπετάνιου της Ευρυτανίας Γιαννάκη Γιολδάση και η τρίτη η πανέμορφη Λάμπρω (Γεωργίτσα) παντρεύτηκε το οπλαρχηγό Κωνσταντίνο Ξύδη της αρχοντικής οικογένειας από τη Σίμου των Κραββάρων. Την καταστροφή διέφυγαν οι Γιώργος Λογοθέτης Κανναβός με τις τρεις κόρες του, ο αδελφός του Αναγνώστης, οπλαρχηγός που αργότερα έγινε στρατηγός και ο Αντώνης Κανναβός, αδελφός του πατέρα τους, οι οποίοι και έβαλαν πρόγραμμα να ξεκληρίσουν πέρα ως πέρα την οικογένεια των Σωτηροπουλαίων. Το γεγονός και μόνον ότι σκοτώθηκα τα έξη από τα επτά αδέλφια του Παναγιωτάκη στις μάχες της πολιορκίας του αρχοντικού των Σωτηροπουλαίων και γύρω απ’ αυτό μιλάει μόνον του.

 

Ύστερα από την ανατίναξη του πύργου των Καναβαίων στον αέρα και προτού[2] εκδηλωθούν οι επιθέσεις και η πολιορκία του αρχοντικού των Σωτηροπουλαίων, ο Κολλιός και Παναγιωτάκης Σωτηρόπουλος έφυγαν μακριά σε ξένο τόπο (αρχικά στο Αιτωλικό) για να αποφύγουν τις φοβερές συνέπειες της πράξεως τους, τις οποίες, όμως, εάν απέφυγαν αυτοί, δεν συνέβη το ίδιο με τα άλλα μέλη της οικογένειάς τους. Έξη από τα αδέλφια τους σκοτώθηκαν κατά την πολιορκία της οικίας των Σωτηροπουλαίων, μαζί και άγνωστος αριθμός από τους στρατιώτες τους (οι Σωτηροπουλαίοι είχαν δικός του νταϊφά). Η γυναίκα του Παναγιωτάκη, Χάιδω, με τη γραπτή παρέμβαση του Αλεξ. Μαυροκορδάτου και την προσωπική παρουσία του πατέρα της, μεγαλοάρχοντα του Αιτωλικού Οικονομοπούλου επέστρεψε στη ιδιαίτερη πατρίδα της το Αιτωλικό, μόνο με τα ρούχα που φορούσε. Εδώ επιβάλλεται μια παρένθεση για να διατυπωθεί η εύλογη απορία της ατεκνίας του Παναγιωτάκη και της Χάιδως, που είχαν κλείσει 10 χρόνια παντρεμένοι. Από τα μέχρι σήμερα ευρεθέντα έγγραφα δεν προκύπτουν παιδιά, όσο κι’ αν αυτό ακούγεται περίεργο για ένα γόνο τόσο πολυμελούς οικογένειας. Η αδελφή του Παναγιωτάκη, Μαρία παντρεμένη, από καιρό, στο Αιτωλικό γλύτωσε, όπως γλύτωσαν η δεκατριάχρονη Αικατερίνη λόγω της μικρής της ηλικίας, η γυναίκα του Κολλιού και η μάνα τους Βασιλική (κόρη του Παναγιωτάκη Κανναβού, σύζυγος Γεωργίου Σωτηρόπουλου από το 1780 περίπου).

 

Από το αρχείο του Αλ. Μαυροκορδάτου, ο οποίος παρακολουθούσε τα δρώμενα στη Μεγ. Λομποτινά, και με συνεχή γράμματά του παρενέβαινε, προκύπτει ότι στις 24 Ιανουαρίου 1823 έφτασε στο Αιτωλικό ο Νικόλαος (Κολλιός) Σωτηρόπουλος ο οποίος τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Προφανώς θα πρόκειται για το σπίτι της αδελφής του Μαρίας που ήταν παντρεμένη με το Σπύρο Κουρκουμέλη ή το σπίτι του αδελφού του Χριστόδουλου Κραββαρίτη-Σωτηρόπουλου, που κι’ αυτός ήταν εγκατεστημένος και νυμφευμένος από χρόνια στο Αιτωλικό. Εστιάζοντας τη μελέτη μας γι’ αυτή την χρονική περίοδο-εποχή και στο αρχείο Μαυροκορδάτου διαπιστώνουμε ότι ο χιλίαρχος Κολλιός, που ήταν και ο πρεσβύτερος, και όχι ο Παναγιωτάκης Σωτηρόπουλος ήταν ο πρωτεργάτης του πουρλότου, γι’ αυτό και κατόπιν εντολής της Διοικήσεως είχε τεθεί σε περιορισμό φυλασσόμενος από δυο στρατιώτες. Ο κατ’ οίκον περιορισμός και η φρούρησή του χιλίαρχου Νικολάου (Κολλιού) Σωτηρόπουλου διακόπηκε μετά από γραπτή εγγύηση του Παναγιώτη Σωτηρόπουλου και του διακεκριμένου προεστού του Αιτωλικού και επίσημα διορισμένου «Ειρηνοποιός Κριτής» Σπύρου Κουρκουμέλη, συζύγου της αδελφής του Παναγιωτάκη, Μαρίας.

 

Ο Κολλιός και ο Παναγιωτάκης Σωτηρόπουλος, παρά την υποχρέωσή τους να μείνουν στο Αιτωλικό, δραπετεύουν και επιστρέφουν στην Μεγ. Λομποτινά προκειμένου να συνδράμουν την οικογένεια τους. Αυτό το πληροφορήθηκε ο Αλ. Μαυροκορδάτος και με επιστολή του προς το Γιαννάκη Γιολδάση και το Γιώργο Πηλάλα (αρχηγών των πολιορκούντων τους Σωτηροπουλαίους), στην οποία περικλείει και επιστολή του που απηύθυνε στον Μ. Σεβαστό, γενικό φροντιστή του Αιτωλικού, με ημερομηνία 11 Φεβρουαρίου 1823[3]  τους γράφει ότι «… κατά τα φαινόμενα οι Σωτηραίοι[4] φαίνονται (!!!) ένοχοι … ότι αν τους εύρουν να τους ειπούν (!!!) να απεράσουν εις Πελοπόννησον εις την Διοίκησιν δια να εξεταστούν και αν (!) αντισταθούν να τους πιάσουν και να τους στείλουν εδώ».

Από αυτή την επιστολή του Αλ. Μαυροκορδάτου προκύπτει ότι αυτός έβλεπε ευνοϊκά και με συμπάθεια τους Σωτηροπουλαίους γεγονός που θα εκδηλωθεί και αργότερα κατά εντυπωσιακό τρόπο.

 

Τα αδέλφια Κολλιός και Παναγιωτάκης Σωτηρόπουλος επέστρεψαν στο αρχοντικό τους στη Μεγ. Λομποτινά αποφασισμένοι να υπερασπιστούν με νύχια και με δόντια ότι είχε απομείνει από τις επανειλημμένες επιθέσεις των στρατηγών Γιαννάκη Γιολδάση, πρωτοκαπετάνιου της Ευρυτανίας, και Γιώργο Πηλάλα. Εδώ προκύπτει το ερώτημα και γεννιέται η απορία με ποιο τρόπο μπορούσαν να μπαίνουν και να βγαίνουν οι Σωτηροπουλαίοι στο αρχοντικό τους, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Μετά από διασταυρούμενες πληροφορίες προκύπτει ότι υπήρχε μυστική σήραγγα-υπόνομος που οδηγούσε από το εσωτερικό του αρχοντικού τους σε σημείο που απείχε 100 μέτρα απ’ αυτό, στη θέση Κούκνα. Η κατασκευή υπονόμων-λαγουμιών φαίνεται πως ήταν απλή υπόθεση, για τους Σωτηροπουλαίους, που αποδείχτηκε άκρως επωφελής κατά την τελευταία και μεγάλη πολιορκία του Μεσολογγίου, 1825-1826, και στη συνέχεια την πολιορκία της Ακροπόλεως το 1827, από τον Παν. Σωτηρόπουλο.

 

Η πολιορκία του αρχοντικού των Σωτηροπουλαίων κρατούσε καλά και ο χρόνος κυλούσε. Κατά μέτωπο επιδρομή για την εκπόρθηση του οχυρού των Σωτηροπουλαίων θα είχε ως συνέπεια την απώλεια πολλών ζωών και το αποτέλεσμα της προσπάθειας θα ήταν αμφίβολο. Στις 7 Μαρτίου 1823, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ο Γιώργος Πηλάλας πήρε την ανταμοιβή του λαμβάνοντας το αποδεικτικό της προαγωγής του στο βαθμό της Χιλιαρχίας «για τας προς την πατρίδα εκδουλεύσεις του».[5]

 

Για να τελειώνει η πολιορκία με τα λιγότερα δυνατά θύματα οι πολιορκητές μάζεψαν πολλά φρύγανα και ξύλα κι’ άρχισαν να τα προωθούν και να τα τοποθετούν περιμετρικά στο πολιορκούμενο αρχοντικό των Σωτηραίων προκειμένου να το πυρπολήσουν και να κάψουν, ολοσχερώς, τους υπερασπιστές. Προ αυτού του επερχόμενου αναπότρεπτου ενδεχομένου οι Σωτηροπουλαίοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Έγινε αποδεκτό το αίτημα τους και ο αρχηγός των πολιορκητών, Γιώργος Πηλάλας, πήγε στο Σωτηροπουλαίικο, χωρίς άρματα, για να διαπραγματευτεί τους όρους της λύσης της πολιορκίας, αλλά όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πάντα, συμβαίνει το αναπάντεχο. Κάποιος, άνευ λόγου και αιτίας, πυροβόλησε και σκότωσε τον Πηλάλα. Κατόπιν τούτου, η τροπή των εχθροπραξιών πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

 

Μετά από αυτές τις τελευταίες εξελίξεις η μόνη επιλογή των πολιορκούμενων Σωτηροπουλαίων ήταν η με μάχη έξοδος από το πολιορκούμενο αρχοντικό τους. Επειδή δεν υπάρχει μαρτυρία για μάχη κατά την ηρωική έξοδο τους συμπεραίνεται ότι η έξοδος συντελέστηκε από την κρυφή σήραγγα-υπόνομο που έβγαινε στη θέση Κούκνα. Σε ότι αφορά την ημερομηνία εξόδου αυτή θα πρέπει να τοποθετηθεί λίγες ημέρες προ της μάχης της Κοζίτσας (σημερινής Αμπελακιώτισας) που έγινε στις 26 με 27 Μαρτίου 1823.[6] Σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν ο πατέρας του Παναγιωτάκη και τα αδέλφια του Κολλιός και Γιώργος.

 

Εδώ επιβάλλεται μια εκτενής παρένθεση. Σύμφωνα με μια επιστολή, από τον Πύργο της Ηλίας, του μαιευτήρα χειρουργού γυναικολόγου Νικολάου Σπήλιου Παπανικολάου με ημερομηνία 3 Μάιου 1975 προς τον βιογράφο του Παν. Σωτηρόπουλου, Γεωργ. Μιλτ. Τσατσάνη αποκαλύπτονται τα ακόλουθα γεγονότα. Ότι ο Νικ. Σπ. Παπανικολάου ήταν απόγονος των Σωτηροπουλαίων από τη μεριά της μάνας του και όπως του εξιστορούσε ο παππούς του Γεώργιος Σωτηρόπουλος, πατέρας της μάνας του Ευγενείας, ο παππούς του δηλ. ο δις προπάππους του γιατρού Παπανικολάου από τη μεριά της μάνας του τον έλεγαν επίσης Γεώργιο και τη γυναίκα του, δηλ. τη δις προμάμμη του Γεωργίτσα ή Γεωργούλα. Αυτός ο δις προπάππους Γεώργιος, του έλεγε ότι ήταν αδελφός του Παναγιωτάκη Σωτηρόπουλου. Επιπλέον του έλεγε ότι είχε έξη αγόρια και κανένα κορίτσι. Στη συνέχεια ο γιατρός  Παπανικολάου μας καταθέτει ότι από τα έξη αγόρια του δις προπάππου του, τα τέσσερα σκοτώθηκαν, κατά τις μάχες εναντίον των Σωτηροπουλαίων, και δυο, ο Δημήτριος και ο Θοδωρής, διέφυγαν στην Πελοπόννησο (Γαστούνη) μαζί με τη μάνα τους Γεωργίτσα-Γεωργούλα. Πήγαν δε στη Γαστούνη επειδή εκεί είχαν αδελφοποιητό του στρατηγού, προφανώς του Παναγιωτάκη Σωτηρόπουλου, καπετάνιο και τσέλιγκα ο οποίος τους προστάτευε για δυο μήνες.

 

Τα δυο αδέλφια, Δημήτριος και Θοδωρής, δεν μπόρεσαν να φιλοξενηθούν για περισσότερο στο φιλικό σπίτι της Γαστούνης, επειδή ένοπλα αποσπάσματα τους αναζητούσαν και έτσι διέφυγαν από τη Γαστούνη και περιπλανήθηκαν για ένα χρόνο στις γύρω δασώδεις περιοχές του Πύργου. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα έχτισαν το χωριό Άηγιώργη, του Πύργου, όπου και εγκαταστάθηκαν.

 

Εδώ επιβάλλεται να γίνει μια παρένθεση. Ο Παναγιωτάκης έφυγε από το πολιορκούμενο σπίτι τους, δυο-τρεις μέρες προ της μάχης στην Κοζίτσα στις 26-27 Μαρτίου, δηλ. περί την 24 Μαρτίου 1823[7] καικατευθύνθηκε προς ανατολάς, στα Σάλωνα, όπου φιλοξενήθηκε από τους φίλους οπλαρχηγούς της περιοχής Πανουργιάδες. Στη συνέχεια κατέληξε μαζί με τους ανθρώπους του υπό την προστασία και στη δούλεψη του Γιαννάκη Νοταρά[8] στον Ακροκόρινθο στον οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα  παρέσχε  πολλές εκδουλεύσεις δημοσίων σχέσεων. Στη συνέχεια βρέθηκε στο Ναύπλιο όπου και του ανατίθενται τα καθήκοντα του Γραμματέα του Προέδρου του Βουλευτικού Γεωργίου Σισίνη.

 

Εδώ σημειώνονται δυο στοιχεία: πρώτον ότι ο Γεώργιος Σισίνης που ήταν πολιτικός και οπλαρχηγός της Επανάστασης είχε γεννηθεί στη Γαστούνη, από μεγάλη αρχοντική οικογένεια όπου και είχαν καταφύγει τα δυο παιδιά, Δημήτρης και Θοδωρής, του Γιώργου, αδελφού του Παναγιωτάκη Σωτηρόπουλου και το δεύτερο ότι ο Παναγιωτάκη εκτελούσε καθήκοντα Γραμματέα. Αναμφίβολα είχε επάρκεια σ’ αυτά τα καθήκοντα καθόσον το 1817 το βρίσκουμε Γραμματικό του Βελή πασά, γιού του Αλή πασά. Πράγματι ο Παν. Σωτηρόπουλος είχε παρακολουθήσει το Αλληλοδιδακτικό και το Ελληνικό σχολείο της Μεγ. Λομποτινάς. Στο Ελληνικό σχολείο της Μεγ. Λομποτινάς ερχόντουσαν και φοιτούσαν και από άλλα μέρη της χώρας, ακόμα και από τις περιοχές της Βλαχίας.

 

Μετά από το ανελέητο κυνηγητό που βίωσε όντας στο Ναύπλιο, γραμματικός του Γ. Σισίνη, Προέδρου του Βουλευτικού, αρχές Απριλίου 1825, από τους πρώτους μπαίνει στο Μεσολόγγι για να συμπαρασταθεί στους κοντοχωριανούς του Μεσολογγίτες που υπέφεραν την τελευταία και την πλέον μακρόχρονη πολιορκία τους, που κατέληξε στην χιλιοδοξασμένη Έξοδο του Μεσολογγίου. Επέζησε και δοξάστηκε με τα λαγούμια του, που σκόρπαγαν το θάνατο στους πολιορκητές και ως επικεφαλής σωματάρχης κατά την απόπειρα κατάληψης της νησίδας Κλείσοβας και κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου. Θα τον ξανασυναντήσουμε στο στρατόπεδο του Φαληρέα, δίπλα στον Καραϊσκάκη, όπου και τραυματίστηκε θανάσιμα από πέτρα στο κεφάλι και πέθανε γύρω στις 15 Μαρτίου του 1827.

Απ’ αυτό το καθόλα τεκμηριωμένο ιστορικό αφήγημα, μεταξύ των άλλων, δημιουργείται το χρέος και η υποχρέωση στους σύγχρονους και στους επερχόμενους το μεν να διατηρήσουν και να κρατάνε ζωντανή τη μνήμη αυτών των ανθρώπων που τόσα έδωσαν γι’ αυτόν τον τόπο, χωρίς τη παραμικρή διακοπή της αλυσίδας των γενεών, το δε να αναζητούν συνεχώς την αλήθεια μέσα στα επίσημα ιστορικά αρχεία και την παράδοση με στόχο και σκοπό την συμπλήρωση της ιστορίας μας, που συμβάλλει στο πρώτο ζητούμενο: στην αυτογνωσία μας. Να ανιχνεύουμε και να ψηλαφούμε όλες τις ρίζες και τις διαδρομές και να διαπιστώνουμε κατά πόσον το αψεγάδιαστο παράδειγμα ανιδιοτέλειας, αυτοθυσίας και βίου του Παναγιωτάκη Σωτηραίου-Σωτηρόπουλου-Κραββαρίτη-Λαγουμιτζή μεταλαμπαδεύτηκε αταβιστικά και με σεβασμό σ’ αυτά που παρέδωσε στους επιγόνους τους.

 

Σωτ. Γ. Σωτηρόπουλος

sotsot36@gmail.com

 

Σημ, Επιβάλλεται να αναφερθεί ότι κύρια πηγή των καταγραφέντων υπήρξαν τα τρία πονήματα του Γεωργ. Μιλτ. Τσατσάνη, από τη Μεγ. Λομποτινά:

– Γεωργίου Μίλτ. Τσατσάνη «ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Ήρωας της Κλείσοβας», Αθήνα 1960.

– Γεωργίου Μίλτ. Τσατσάνη «ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Α. ΚΑΝΝΑΒΟΣ», Αθήνα 1979

– Γεωργίου Μίλτ. Τσατσάνη «Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΜΠΟΤΙΝΑ, Το χωριό μου. Ιστορία-λαογραφία-Πολιτισμός», Αθήνα 1993.

 

[1]Στη δίκη του Καραϊσκάκη στο Αιτωλικά, στις 3 Απριλίου 1824, από τον Έπαρχο Μαυροκορδάτο ο Κ. Βουλπιώτης καταθέτει εγγράφως, δυο φορές, εναντίον του Καραϊσκάκη, αλλά με πολλές αντιφάσεις η μία από την άλλη μαρτυρία του. Το 1832 έλαβε το βαθμό του Ταγματάρχη.

[2]Γεωργίου Μίλτ. Τσατσάνη «ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Α. ΚΑΝΝΑΒΟΣ» Αθήνα 1979, σελ. 98.

[3]Γεωργίου Μίλτ. Τσατσάνη «ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Α. ΚΑΝΝΑΒΟΣ» Αθήνα 1979, σελ. 100

[4]Στα ποικίλα ιστορικά έγγραφα οι Σωτηροπουλαίοι αναφέρονται ως: Σωτηραίοι, Σωτηρόπουλοι, Κραββαρίτες και ο Παναγιωτάκης και Λαγουμιτζής.

[5]Γεωργίου Μίλτ. Τσατσάνη «ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Α. ΚΑΝΝΑΒΟΣ» Αθήνα 1979, σελ. 104

[6]Γεωργίου Μίλτ. Τσατσάνη «ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ Α. ΚΑΝΝΑΒΟΣ» Αθήνα 1979, σελ. 110

[7] Γ.Μ.Τσατσάνη “ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΜΠΟΤΙΝΑ”, 1993, σελ. 191-3.

[8]Αρχοντόπουλο αποκαλούνταν ο στρατηγός Γιάννάκης Νοταράς, που έπεσε, στα 22 του, στη φονική μάχη του Ανάλατου. Δεκαοκτάχρονος κυρίεψε τον Ακροκόρινθο και έγινε γι’ αυτό αντιστράτηγος