ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Η Μεγάλη Λομποτινά σημερινή Άνω Χώρα της επαρχίας Ναυπακτίας βρίσκεται με την πλάτη της ν’ ακουμπάει αμφιθεατρικά σε μια από τις νοτιοδυτικές κλιτύες των Βαρδουσίων ορέων-της Σύρτας, με το μέτωπο της στραμμένο από βόρεια κατεύθυνση ως ανατολική-νότιο ανατολική. Από το πιο ψηλά σπίτι ως το πιο χαμηλά υπάρχει μια υψομετρική διαφορά ως διακόσια μέτρα. Ο μητροπολιτικός ναός αφιερωμένος στη χάρη της Αγιά Παρασκευής, καθώς και η αγορά, βρίσκονται στο κέντρο του χωριού σε υψόμετρο 1030 μέτρα.

Το χωριό περιβάλλεται ολόγυρα από ορεινούς όγκους που όλοι τους είναι αποφύσεις της οροσειράς των Βαρδουσίων που έχουν υψόμετρο 2495 μ. και είναι το νοτιότερο σημαντικό άκρο της οροσειράς της Πίνδου. Η Σύρτα πάνω στην οποία ακουμπάει τη ράχη του το χωριό έχει υψόμετρο 1460 μέτρα. Ανατολικά της Σύρτας υπάρχουν με μικρότερο υψόμετρο οι κορυφές Τσονάκι, Καραούλι, Αη Γιάννης και Μαρκύβαλτο. Νοτιοδυτικά της Σύρτας και σε απόσταση δύο περίπου ωρών είναι το βουνό Τσακαλάκι με υψόμετρο 1714 μ. Ανατολικά της Μεγ. Λομποτινάς υπάρχουν οι κορυφές Αυγό και Τριτσοβά καθώς και η αδερφές τους Ομάλια και Νεραϊδάλωνο με υψόμετρα 1612 και 1708 μ. αντίστοιχα.

Προς τη βόρεια κατεύθυνση υπάρχει η ράχη Κρυονέρια κα δυτικά η κορυφή της Τσεκούρας με υψόμετρο 1734 μ. Ο κύκλος κλίνει με τα υψώματα Προφήτης Ηλίας και Τούρλα προς τα δυτικά-νοτιοδυτικά του χωριού. Η Τούρλα έχει υψόμετρο 1311 μ.

Κοντά στα άλλα στοιχεία που η Στατιστική Υπηρεσία καταχωρεί στα κιτάπια της για την Ανω Χώρα είναι και η υψομετρική κατανομή η οποία φτάνει στα 940 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Όμως ποιο ακριβώς σημείο του χωριού αντιστοιχεί σ’ αυτόν τον υψοδείκτη δεν κατονομάζεται. Εάν αναφέρεται στο κέντρο του χωριού που υπάρχει η αγορά και η εκκλησία, τότε υπάρχει μία διαφορά περίπου 100 μέτρων από την άλλη που αναφέρουμε ανωτέρω. Τα παραπάνω βουνά που περιβάλλουν το χωριό, δημιουργούν με την εσωτερική τους πτώση ένα βαθύ κοίλωμα. Στο βαθύτερο σημείο είναι η τοποθεσίες Αγραφα, Μαγγάνες και Σουζέϊκα όπου τα παλιότερα χρόνια είχαν την κατοικία τους οι Σουζαίοι σε υπερθαλάσιο ύψος περί τα 600 μ. Εκεί είχε την κατοικία του και ο Χαράλαμπος Παπανδρέου ο οποίος διατηρούσε νερόμυλο για τους καλοκαιρι­νούς μήνες και νεροτριβή (ντριστήλες) τα οποία εκμεταλλεύτηκε για μερικά χρόνια πριν και μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο και ο γιος του Γιώργος ο οποίος χρημάτισε πολλά μεταπολεμικά χρόνια και πρόεδρος της κοινότητος Ανω Χώρας. Τόσο ο νερόμυλος και η νεροτριβή όσο και οι κατοικίες των Σουζαίων έχουν εγκαταλειφτεί πριν από πολλά χρόνια και έχουν κατερειπωθεί.

Μέσοι σ’ αυτό το κοίλωμα για το οποίο μιλήσαμε αμέσως παραπάνω βρίσκεται και η κοινότητα της Κάτω Χώρας, μικρότερης αδερφής και μάλιστα αγαπημένης της Άνω Χώρας. Η Κάτω Χώρα βρίσκεται χτισμένη σε υψόμετρο 880 μ. και σε απόσταση μισής ώρας περίπου δρόμο από την Άνω Χώρα.

Ενώ οι εσωτερικές ράχες των γύρω βουνών από τη νότια και νοτιοανατολική πλευρά είναι προσπελάσιμες, από τη βορειοανατολική, βόρεια και δυτική πλευρά οι ράχες είναι χαώδεις, κατακρημνηστικές. Ανάμεσα στις κορυφές Τσεκούρα και Προφήτης Ηλίας και σε πολύ μεγάλο βάθος κυλάει το ρέμα Κάκαβος.

Το Πρεβετζόρεμα και το Σινόρεμα που βρίσκονται δυτικά του χωριού αφήνουν τα χειμέρια νερά τους να πέσουν απευθείας στον Κάκαβο ενώ το Πέρα και Δώδε ρέματα και η Κακοτοπιά ή Τσούρνα που βρίσκονται ανατολικά του χωριού όπως και το ρέμα που αρχίζει απ’ τον αυχένα του Σκοτωμένου, πρώτα χύνουν τα νερά τους στον Κατωχωρίτη κι ύστερα όλα μαζί πέφτουν στον Κάκαβο. Ο Κατω-χωρίτης ζ-εκινάει από τις νότιες κλιτύες της Ομάλιας, του Νεραϊδάλωνου και της Τριτσοβάς.

Πριν από τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, ο Κατωχωρίτης και τα ρέματα που χύνονται σ’ (αυτόν, τα καλοκαίρια σχεδόν ξηραίνονταν επειδή τα νερά των πηγών που τα τροφοδοτούσαν χρησιμοποιούνταν ως το τελευταίο δράμι τους για το νεροπότισμα των χωραφιών που βρίσκονται ολόγυρα στις ράχες αλλά και για το πότισμα των κήπων μέσα στο χωριό. Μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τα χωράφια έξω απ’ το χωριό αλλά και τα περισσότερα γιούρτια και οι κήποι μέσα στο χωριό εγκαταλείφτηκαν από τ’ αφεντικά τους, μένουν ακαλλιέργητα κι έτσι τα νερά των πηγών ακόμα και το κατακαλόκαιρο σέρνονται στα ρέματα, από ‘κει στον Κάκαβο, αυτός με τη σειρά του τ’ αδειάζει στον Φείδαρι και τελικά τα δέχεται στην αγκαλιά του ο Πατραϊκός Κόλπος.

Αριστερά και δεξιά του χωριού και στο ίδιο σχεδόν ύψος των 1.050 περίπου μ. βρίσκονται οι λόφοι Λακούλα από τα αριστερά και Αη-Γιώργης από τα δεξιά κι εν<ί> η Λακούλα είναι κατάφυτη από έλατα και καστανιές, ο Άη Γιώργης σκεπάζεται από έλατα και λίγους κέδρους. Οι δύο παραπάνω λόφοι έτσι όπως ξεπετάγονται από τις δύο πλευρές του χωριού, δημιουργούν την εντύπωση πως το χωριό άπλωσε τα χέρια του για να σφίξει στην αγκαλιά του το βουνό Τριτσοβά που ορθώνεται κατακόρυφο μπροστά του σε μιαν απόσταση ως δυόμιση με τρία χιλιόμετρα και που μοιάζει σαν όρθια μονοκόμματη επιτύμβια πέτρα. Παλιότερα, όσο θυμάται ο συγγραφέας του παρόντος, του οποίου η μνήμη τη στιγμή που γράφο­νται τα λόγια τούτα φτάνει τα εβδομήντα καλοστεκούμενα χρόνια, χώρια τα νη­πιακά του, το βουνό Τριτσοβά, φαίνονταν πράγματι σαν όρθια τριγωνική μονοκόμματη και καθαρή πέτρα. Όμως τα τελευταία χρόνια η καθαρότητα αυτή πιτσιλίστηκε (από μελανά σημεία. Είναι οι ομάδες από έλατα που αναπτύχθηκαν όπου υπήρχε συσσωρευμένο λίγο χώμα ακόμα και στις μικρές ή μεγάλες σχισμές του ψηλού βράχου. Αλλά ολόκληρη ή προς τα ανατολικά πλευρά της Τριτσοβάς φα­ντάζει κατάμαυρη καθώς σκεπάστηκε ολόκληρη από πυκνότατο δάσος ελάτης, που αναπτύχτηκε τα μεταπολεμικά κυρίως χρόνια.

Όλες οι κορυφές, οι ράχες κι οι πλαγιές, τα ισώματα κι οι λαγκαδιές ολόγυρα στο χωριό, πάνω και κάτω από αυτό, στα πλάγια και μπροστά του, εκατομμύρια έλατα, στέκουν ακοίμητοι φρουροί της υγείας των Ανω-Κάτω Χωρητών.

Ο δασικός πλούτος του χωριού είναι μοναδικός. Η Σύρτα, το Τσονάκι και τα Τσαγγάρια, ο Αη-Γιάννης, τα Καραούλια, το Μακρύβαλτο, ο Σκοτωμένος, τ’ Αυγό, η Τριτσοβά, η Ομάλια, το Σκανταλάκι, το Κουτλιστιάνικο, ο Αη-Δημήτρης, ο Προφήτης Ηλίας, η Τούρλα, τ’ Αναθεμάτισμα στενάζουν απ’ το βάρος των ελατιάδων που τους κατακαλύπτουν. Οι πλαγιές της Κερασιάς, τα Κρεμάσματα, το Καραούλι, το Ξεράκι, ο Καϋμένος, ο Φονιάς, ο Σκλήθρος, η Τούρλα, τα Δροσερέϊκα Μαντράκια Σαρή τ’ Λάκκα, Γκλέζου τ’ Λάκκα ψηλό Αλώνι Χαλκιόγουρνα Μοναχοόέντρι, Σινόραχη Καμπίδατ’ Αάκκα,Τσώνι Αμπέλι στ’ Βερέτας Βαρκό, Πλαγάκι, Λειβάδια, στου Πάπατ’ Λάκα, το Παληοόιάκοβο,τα Λινάρια, η Παλη-αχυρώνα, η Απιδιά, η Βρωμόβρυση, οι Λαζνιές, το Φτερολάκωμα, ο Προφήτης Ηλίας, τ’ Πρίμπα, τα Πρεβεντζά, ιος κάτω βαθειά στον Κάκαβο, τα πανήψηλα έλατα ζούνε αδερφωμένα με δεκάδες χιλιάδες θεόρατες καστανιές, σωστά βενετσιάνικα κάστρα, που η μικρότερη απ’ όλες έχει ηλικία πάνω από 450 χρόνια κι η μεγαλύτερη σίγουρα ξεπερνάει τα 800. Αν οι καστανιές της Μεγάλης Λομποτινάς είχαν στόμα να μιλήσουν, Θα ακούγαμε πράγματα θαυμαστά για Βυζαντινούς, Τούρκους και Αληπασάδες, Κλέφτες ληστές κι Αρματωλούς κι ακόμα για παπούδες και προπαπούδες μέχρι και είκοσι γενιές πίσω.

Η πυκνότητα στα ελατοδάση και καστανοδάση της Ανω Χώρας τα μεταπολεμικά ιδίως χρόνια, που έλειψε η αιγοπροβατοβοσκή, αφού και τα μεν και τα δε τα ξεκλήρησε η μετανάστευση των κατοίκων στο εσωτερικό και το εξωτερικό, είναι αφάνταστα μεγάλη. Τα έλατα κι οι καστανιές κατακάλυψαν τα πάντα και καθώς καινούργιες καστανούλες και κοντοελατάκια φυτρώνουν κάθε χρόνο, έδεσαν όλα αυτά μεταξύ τους κι έκλεισαν όλα τα περάσματα. Δρόμοι, κατσικόδρομοι και μονοπάτια πνίγηκαν στη βλάστηση κι έσβησαν από το χάρτη. Ακόμα κι οι ξωμάχοι του χωριού που πέρασαν τη ζωή τους στους λόγγους σαν τσοπάνηδες, καλ­λιεργητές ή ξυλοκύποι κι όσοι φυσικά εξακολουθούν να ζούνε στο χωριό, χρειάζονται όσφρηση λαγωνικού και αετίσιο μάτι για να βρούνε τα σημάδια τους. Ο Καϋμένος, τ’ Αναβρυχιό, η Σύρτα, ο Καστανόλογγος, η Κερασιά, τα Τσαγγάρια, ο Προυσός, τα Πάνω και Κάτω Καραούλια που επισκέπτονταν κάθε μέρα πρωί-απόγευμα τα παιδιά καθώς πήγαιναν στο σκάρο με τις γίδες και τα περπατούσαν όλα βήμα το βήμα κι από πετρούλια σε πετρούλια, τώρα είναι αδύνατο να τα διασχίσει άνθρωπος. Ίσως και τα ζουλάπια να δυσκολεύονται μέσα σ’ αυτή τη ζούγκλα. Πέρα από τους δρόμους που άνοιξε η μπουλντόζα τα πρόσφατα χρόνια, έχουν στήσει τ’ αγρίμια το βασίλειο τους. Τα χωριάφια στα Τσαγγάρια, τα Καραούλια, το Μεϊλάκωμα απάνω και κάτω, την Αρέντα, τη Τσέμπικη, το Θυμιέϊκο κι άλλα που έδιναν πλούσια την παραγωγή τους σε πατάτες και φασόλια από τα πιο φίνα που υπάρχουνε στον κόσμο, καθώς τ’ απαράτησαν τ’ αφεντικά τους και κατακαλύφτηκαν από πανύψηλα έλατα, τώρα λογαριάζονται για δημόσια δασική έκταση.

Η ανάπτυξη του έλατου και της Καστανιάς στην περιοχή της Μεγάλης Λομποτινάς δεν έχει το ταίρι της στον ελληνικό χώρο. Ο Δασολόγος Κίλιας που μετεκπαιδεύτηκε στη Σουηδία και γύρισε το καστανοδάσος του χωριού πιθαμή προς πιθαμή για να το χαρτογραφήσει και να συντάξει υπεύθυνη διαχειριστική μελέτη για την εκμετάλλευση του, σημειώνει στη μελέτη του αυτή: «Ουδαμού της Ευρώπης συνάντησα τόσην ανάπτυξη ελάτης και καστανέας όσην εις Άνω Χώραν Ναυπακτίας». Και πράγματι, όταν μετά τη διαχειριστική μελέτη του Κίλια και την έγκριση της απ’ το υπουργείο Γεωργίας με την υπ’ αρ. 110841/1971 της 15.10.1958 απόφαση άρχισε η εκμετάλλευση του καστανοδάσους και πολλοί έκοψαν σύρριζα τις γέρικες καστανιές των, μέσα σ’ ένα χρόνο ξεφύτρωσαν στη ρίζα κάθε κομμένης καστανιάς πάνω από 100 καινούργια βλαστάρια που το κα­θένα από αυτά μέσα στον ίδιο χρόνο έφτασε τα πέντε και παραπάνω μέτρα.

Μέσα σ’ αυτό το όργιο του έλατου και της καστανιάς, του κέδρου και της φτέρης, υπάρχουν πάρα πολλές πηγές με λίγο ή πολύ νερό για το νεροπότισμα των χωραφιών γύρω στο χωριό ακόμα και για τους κήπους και τα γιούρτια μέσα στο χωριό. Ο Σκλήθρος, η Μεγάλη Βρύση, η Κόκκινη Μηλιά, η Σύρτα, ο Φονιάς, τα Καραούλια, η Χουχλάστη, η Τσέμπικη, το θυμιέϊκο, οι Μηλές, το Πάνω και Κάτω Μεϊλάκωμα, τα Χωράφια, τα Λινάρια, στ’ Πρίμπα είναι πηγές με αρκετό νερό με το οποίο πότιζαν οι Ανωχωρήτες τα χωράφια τους, χώρια οι πηγές που βρίσκονταν μέσα στα κτήματα κι ανήκαν στους ιδιοκτήτες των κτημάτων απ­κλειστικά. Εξόν όλες αυτές τις πηγές υπάρχουν κι άλλες μέσα στο χωριό σαν την Μπουκουρίνου με τρεις πλουσιοπάροχους κρουνούς, η Μπαρμπάτοβα με δύο και άφθονο νερό, η Δάφνη με το απαράμιλλο νερό της κοντά στον Τσατσανέϊκο μαχαλά, αλλά κι άλλες μικρότερες πηγές όπως η Φάτς, η Μότσιου και τ’ Άη-Νι-κόλα.

Κοντά στην οργιστική βλάστηση ολόγυρα στο χωριό για την οποία κάναμε λόγο παραπάνω, δεν πάει καθόλου πίσω και η βλάστηση μέσα στο χωριό. Τα άφθονα οπωροφόρα δέντρα, μηλιές, κερασιές, κορομηλιές, δαμασκηνιές, καρυδιές κι ατέλειωτες αραδαριές από κλίματα, κάνουν την Ανω Χώρα καταπράσινο λιβάδι κι όπως οι τοίχοι των σπιτιών είναι κατάλευκοι απ’ τον ασβέστη και κατακόκκινες οι σκεπές από κεραμίδι γαλλικό, φαντάζει το χωριό απ’ το ξάγναστο σαν πράσινος καμβάς κεντημένος πλούσια με άσπρα και κόκκινα τριαντάφυλλα.

Δεν ξέρω αν αυτή η οργιαστική βλάστηση μέσα και γύρω στο χωριό οφείλεται στο υγρό κλίμα που επικρατεί, ή αν το υγρό κλίμα χρωστάει την ύπαρξη του στο όργιο της βλάστησης. Γι’ αυτό ας πούνε τη γνώμη τους οι ειδικοί. Όπως και νά-χει το πράγμα, το βέβαιο είναι ότι και τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού, χρει­άζεται γερόν ντύσιμο, τις απογευματινές και βράδυνες ώρες, για να είναι άνετη η παραμονή στο ύπαιθρο.

Η υγρασία του χωριού —δεν υπάρχει λόγος να το κρύψουμε— είναι από τις υψηλότερες όλης της χώρας. Και μπορεί οι Λομποτιανίτες να μην την «βλέπουν», σίγουρα όμως την αισθάνονται όλοι στις κλειδώσιες, τους αρμούς και τη σπονδυλική στήλη με τα πρώτα ή έστω τα δεύτερα… άντα. Βέβαια για τους μήνες φθινώπορου και χειμώνα όταν έχουμε πολλά χιόνια και βροχές, καλό είναι να μην κάνουμε λόγο. Το πράγμα μάλιστα καταντάει μαρτύριο όταν ο χειμώνας κρατάει ως τον Απρίλι ακόμα και τον Μάη, οπότε οι ράχες της Σύρτας, της Κερασιάς, του Τσονάκι, του Αγιάννη, του Μακρύβαλτου κι όλος ο καστανόλογγος εξακολουθούν νάναι σκεπασμένοι από παγωμένα χιόνια.

Τα τελευταία χρόνια, τα χιόνια δεν είναι τόσο πολλά που να δημιουργούν δυσκολίες στους μόνιμους κατοίκους του χωριού. Ενώ μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο οι χειμώνες είναι ηπιότεροι, τα προπολεμικά χρόνια οι κάτοικοι υποχρεώνονταν να ρίχνουν τα χιόνια από τις σκεπές με το φτιάρι για να μην γονατίσουν απ’ το μεγάλο βάρος.

Τους χειμερινούς μήνες που η θερμοκρασία πέφτει αρκετούς βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν, τα νερά παγώνουν και στους τσίγγους και τις στέγες κρέμονται τα κρύσταλλα σαν χοντρά μπαστούνια με μάκρος πάνω από μέτρο. Όμως παγώνουν και τα νερά που εισχωρούν στις σχισμές των βράχων, ιδίως της Τριτσοβάς που βρίσκεται αντίκρυ στο χωριό. Καθώς το νερό παγώνι μέσα στις σχισμές, διαστέλλεται και χάρις στη μέγιστη ωστική δύναμη της διαστολής, οι βράχοι εξαρθρώνονται. Όταν την άνοιξη η θερμοκρασία ανεβαίνει και οι πάγοι λιώνουν, τότε οι εξαρθρωμένοι βράχοι χάνουν ολότελα τη συνοχή τους και καταρρέουν. Το κατρακύλισμα των βράχων της Τριτσοβάς γίνεται με μεγάλο θόρυβο, το βουνό μοιάζει να «τρίζει» ολόκληρο και σίγουρα σ’ αυτό πρέπει να οφείλει το όνομα του «Τριτσοβά». Τα νεότερα χρόνια που στις κλιτείς του βουνού αναπτύ­χθηκαν πολλές και μεγάλες συστάδες από έλατα, το φαινόμενο του κατρακυλίσματος των βράχων σπάνια παρατηρείται. Οι ρίζες των δέντρων συγγρατούν τους βράχους.

 

(Ανατύπωση από το Βιβλίο του Γ. Μ. Τσατσάνη «Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΜΠΟΤΙΝΑ το χωριό μου, που τυπώθηκε σε 1000 αντίτυπα για λογαριασμό του Συνδέσμου Ανωχωριτών Ναυπακτίας)

 

Leave a Reply