Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΛΟΜΠΟΤΙΝΑΣ

Μέσα σ’ αυτό το πυκνό σκοτάδι που κάλυπτε την Ελλάδα στα δραματικά, τα φρικαλέα χρόνια της σκλαβιάς κατά τα οποία ο ελληνικός λαός στέναζε από τα παντός είδους μαρτύρια στα οποία υποβάλλονταν από τον αγράμματο κι απολί­τιστο ανατολίτη μωαμέτη, μαρτύρια σωματικής βίας αλλά και ψυχολογικά μαρτύρια για εξαναγκασμό του στην καταβολή των φόρων και άλλων δοσιμάτων, στη Μεγάλη Λομποτινά έγινε το μεγάλο θαύμα: Από τις αρχές κιόλας του 18ου αιώνα λειτουργούσε στο χωριό αυτό σχολείο στο οποίο σαν διευθυντής του μνημονεύεται ο Ηπειρώτης ιερομόναχος Ανανίας Δερβισιάνος. Κοντά σ’ αυτόν ήρθε κι ο Μεγάλος δάσκαλος του Γένους, ο ισαπόστολος Πατροκοσμάς ο οποίος και πρωτοδίδαξε τα «γραμματικά» στη Σχολή της Λομποτινάς με διευθυντή του τον Δερβισιάνο.

Τη μαρτυρία για τον Πατροκοσμά σαν δάσκαλο στη Σχολή της Λομποτινάς μας την δίδει ο πρώτος βιογράφος του και μαθητής του, ο Σάπφειρος Χριστοδουλίδης. «Όταν ήταν —γράφει— χρόνων είκοσι και επέκεινα άρχισε να διδάσκει τα γραμματικά υπό τον Ανανίαν τον καλούμενον Δερβισιάνον».

Με βάση την ηλικία του Πατροκοσμά κατά τον χρόνο που άρχισε να διδάσκει στη Μεγάλη Λομποτινά καθώς και την επίσημη χρονολογία της γεννήσεως του, δηλαδή το 1714, πρέπει να δεχθούμε ότι άρχισε να διδάσκει κατά το 1734. Όμως υπάρχει και δεύτερη ανεπίσημη πληροφορία ότι ο Πατροκοσμάς γεννήθηκε τα χρόνια 1700 με 1705 οπότε η αρχή της διδασκαλίας του στο Σχολείο της Λομποτινάς εμπίπτει στην πενταετία 1720-1725. Την πληροφορία μας δίνει ενας νεώτερος βιογράφος του Πατροκοσμά, ο αρχιμανδρίτης Σοφρώνιος Παπακυριακού και ένας ακόμα πιο νέος βιογράφος του ο αρχιμανδρίτης Θεόφ. Σιμόπουλος. Όποια κι αν είναι η πραγματική χρονιά της γεννήσεως του Πατροκοσμά βέβαιο είναι ότι η Σχολή της Λομποτινάς ήταν σε λειτουργία από τις αρχές του 18ου αιώνα.

Δεν έχουμε θετική πληροφορία για τον ακριβή χρόνο που άρχισε να λειτουργεί η σχολή, η γενική όμως αναφορά μας ότι αυτό συνέβη στις αρχές του 18ου αιώνα δεν απέχει καθόλου από την πραγματικότητα. Είναι απολύτως βέβαιο ότι εκατό και παραπάνω χρόνια πριν από την επανάσταση του 1821 κι ενώ ολόκληρες περιφέρειες πολυάνθρωπες και πλούσιες ζούσαν σε βαθύ πνευματικό σκοτάδι, στη Μεγάλη Λομποτινά, την πρωτεύουσα των Κραβάρων, λειτουργούσε Σχολή με διευθυντή και υποδιευθυντή τους Ανανία Δερβισιάνο και τον Μεγάλο Πατρο-κοσμά τον οποίο η εκκλησία στις 20 Απριλίου 1961 με την υπ’ αριθ. 260 Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και με πατριάρχη τον Μακαριστό Αθηναγόρα, ανακήρυξε άγιο. Στην Πελοπόννησο στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, δεν υπήρχαν σχολεία σύμφωνα με όσα γράφει στ’ απομνημονεύματα του, ο Κανελ. Δεληγιάννης.

Περιοχές στις οποίες σήμερα λειτουργούν πολύβοα Πανεπιστήμια με δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και εκατοντάδες πανεπιστημιακούς δασκάλους στερούνται τη χαρά να αναφέρονται σε παρόμοιες ιστορικές σελίδες σαν κι αυτή που κάνει τη Μεγάλη Λομποτινά να αισθάνεται περήφανη. Μια τέτοια περηφάνια έχει πράγματι τη θέση της και την αξία της ακόμα και για τους τωρινούς Ανωχωρίτες όταν σκεφτούν ότι οι προγονοί τους μερικές γενιές πίσω, είχαν το μεγάλο προνόμιο να είναι μαθητές του Πατροκοσμά. Αυτός ο κατοπινός άγιος άρχισε να πλουτίζει τους νεαρούς Μεγαλο-Λομποτιανίτες των αρχών του 18ου αιώνα με γνώσεις, να τους αφυπνίζει την εθνική τους συνείδηση και να τους εμπνέει τον πόθο για ανεξαρτησία και το μίσος κατά των Τούρκων. Αυτός ήταν που έλεγε στους μαθητές του: «Πες μου πως δεν θα μιλήσεις αρβανίτικα και τούρκικα και σήκω επάνω τώρα εδώ μπροστά μου και εγώ θα σου συγχωρέσω όλες τις αμαρτίες».

Σίγουρα η διδασκαλία θα γίνονταν κάτω από τα έλατα και τις αιωνόβιες καστανιές γιατί δεν γίνεται να πιστέψουμε πως θα υπήρχε για τον σκοπό αυτόν ιδιαίτερος χώρος, πέρα φυσικά από τον νάρθηκα της εκκλησίας τον οποίο θα χρησιμοποιούσαν όταν ο καιρός δεν επέτρεπε να γίνεται η διδασκαλία στο ύπαιθρο. Εκεί οι νεαροί Λομποτιανίτες, ντυμένοι τη φουστανέλα τους, το κόκκινο φέσι στο κεφάλι όπως συνηθίζονταν τότε, μ’ ένα ταγάρι στον ώμο, την πλάκα και το κοντύλι μέσα, ακόμα λίγη μπομπότα και λίγο ή καθόλου προσφάι, άκουγαν με νου και τα μάτια καρφωμένα στα χείλη του μεγάλου Πατροκοσμά, τον θείο μαζί και τον τρόπο να γράφουν και να διαβάζουν, κι ακόμα τους πιο απλούς λογαριασμούς.

Ο Πατροκοσμάς περιορίζονταν στην ανάγνωση και τη γραφή κι ακόμα τέσσερις απλές πράξεις της αριθμητικής όπως τα είχε διδαχθεί και μάθει ο σαν μαθητής κοντά στον ιεροδιδάσκαλο Γεράσιμο Λύτσικα στη Σχολή Σεγδίτσας Παρνασίδος. Όμως ύστερα από διδασκαλία 4 με 6 ετών στη Σχολή Λομποτινάς ο Πατροκοσμάς έφυγε για το Άγιο Όρος όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος Σάπφειρος Χριστοδουλίδης:

«Επειδή γράφει κατά τους χρόνους εκείνους άρχισε με φήμη μεγάλο Σχολείο του Βατοπεδίου εις Άγιον Όρος, μετέβη εις εκείνο με άλλους ειδικούς του συμμαθητές ουκ ολίγους. «Να πήρε άραγε μαζί του και κανέναν Μεγαλομποτιανίτη στο Αγιο Όρος; Τι κρίμα που δεν έχουμε καμία τέτοια πληροφορία. Εκεί ο Πατροκοσμάς ετελείωσε τα γραμματικά υποκάτω εις τον Διδάσκαλο Παναγιώτην Παλαμάν». Όμως φλεγόμενος ο κατοπινός Άγιος από τον πληρέστερης σπουδής βάλθηκε να προχωρήσει σε σοβαρότερη μάθηση, και «παρέλαβε και λογικήν από τον διδάσκαλον Νικόλαον Τζαρτζούλιαν τον εκ Μετσόβου όστις εκεί εσχολάρχησε μετά τον σοφότατον Ευγένιον» διότι «είχεν πόθος πολύν ο μακάριος εις την καρδίαν του εξαρχής έτι κοσμικός όντας, ήθελε να ωφελήσει και τους αδελφούς του χριστιανούς από εκείνα που εγνώριζε.» Στο Αγιο Όρος ο Πατροκοσμάς έμεινε 17 χρόνια «καρείς εις μοναχόν στη Μονή Φιλόθεου, Φιλοθεΐτης από Μοναχόν καταστάς και ονομαζόμενος, ιερεύς γενόμενος».

Όμως σχετικά με την ύπαρξη και λειτουργία της Σχολής Λομποτινάς εκατόν τόσα χρόνια πριν τη μεγάλη επανάσταση του 1821, διερωτάται κανείς πώς συνέβη ν’ απολαμβάνει το Μεγαλοχώρι αυτό μια τόσο σημαντική εύνοια από τον απολίτιστο μωαμεθανό κατακτητή.

Θα ήταν εντελώς αδικαιολόγητη η σιωπή μας αν παραλείπαμε να σημειώσουμε εδώ ότι η Μεγάλη Λομποτινά χρωστάει την εύνοια αυτή στις μεγάλες, τις πολύ γνωστές οικογένειες της και πρώτα-πρώτα στην οικογένεια των Καναβαίων η οποία είχε πίσω της μια λαμπρή ιστορία σαν μια από τις μεγάλες φαναριώτικες οικογένειες, που με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως στις 29 του Μάη του 1453 για να γλυτώσει από τη μανία του πορθητή Μωάμεθ, δραπέτευσε από την πόλη. Κι ήταν οι Καναβαίοι εκείνοι που στους προγόνους των υπήρξε και ένας που γνώρισε τη μεγαλύτερη δόξα και τιμή που μπορούσε ν’ απολαύσει ένας κοινός θνητός, να στεφανωθεί δηλαδή μέσα στην Αγιά Σοφιά Αυτοκράτορας του Βυζαντινού Κράτους. Μιλάμε για τον «άσημο αλλά ανδρείο νεανία», τον Νικόλαο Καναβό τον οποίο στις 25 του Φλεβάρη του 1204 η Αριστοκρατία, ο Κλήρος και ο Λαός ανακήρυξαν και στεφάνωσαν αυτοκράτορα του Βυζαντίου μέσα στην Αγιά Σοφιά αφού πρώτα με απόφαση της κήρυξαν έκπτωτη από τον αυτοκρατορικό θρόνο τη δυναστεία των Αγγέλων.

Η οικογένεια των Καναβαίων της Μεγάλης Λομποτινάς είχε τόση βαρύτητα, διέθετε τόση ακτινοβολία και ασκούσε τέτοια επιρροή στους καταχτητές Τούρκους ώστε να μπορεί να αξιώνει και μάλιστα να καταφέρνει ώστε το χωριό τους ν’ απολαμβάνει μια ιδιαίτερη εύνοια απ’ αυτούς μέχρι να επιτρέπουν ακόμα και τη λειτουργία του Σχολείου.

Όμως κοντά στους Καναβαίους υπήρχε και δεύτερη μεγάλη οικογένεια στη Λομποτινά με φαναριώτικη επίσης προέλευση, η οποία διέθετε το ίδιο όπως κι οι Καναβαίοι τίτλους υψηλούς, προέλευση αριστοκρατική και κοντά στους Καναβαίους μπορούσε να προσθέσει κι αυτή το δικό της κύρος ώστε να βαραίνει η επιρροή πάνω στους μπουνταλάδες Τούρκους. Αυτή ήταν η οικογένεια των Χρυσοβέργηδων.

Οι Χρυσοβέργηδες εγκατέλειψαν τη Μεγάλη Λομποτινά κι εγκαταστάθηκαν στον Έπαχτο, όμως πότε έγινε αυτό δεν το ξέρουμε. Υποψία μας είναι ότι αυτό συνέβη με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Οθωμανούς. Πάντως η οικογένεια των Χρυσοβέργηδων, όσα δηλαδή από τα μέλη της διασώθηκαν από τη συμμετοχή τους στην επανάσταση, λογάριαζαν πάντα τον εαυτό τους για Λομποτιανίτες. Αναφέρεται μάλιστα πως στις εκλογές του 1853 η Ναυπακτία ανέδειξε βουλευτή τον Λομποτιανίτη Παντελή Χρυσοβέργη. Θα έλεγε κανείς πως παρότι ο Παντελής Χρυσοβέργης ήταν εγκατεστημένος στον Έπαχτο ήθελε ν’ αναφέρεται σαν Λομποτιανίτης.

Για την οικογένεια των Χρυσοβέργηδων και την προσφορά της στο αγώνα το 1821 γίνεται λόγος σε άλλο μέρος του παρόντος.

Στις παραπάνω δύο σημαντικές οικογένειες θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την επίσης γνωστή οικογένεια των Σωτηροπούλων, η οποία εμφανίζει σημαντική από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, αφού ο αρχηγός της οικογένειας, ο Γιώργος Σωτηρόπουλος, έλαβε σύζυγο τη Βασιλική κόρη του Γιωτάκη Καναβού. Το γεγονός και μόνο ότι οι μεγαλοκοτσαμπάσηδες Καναβαίοι καταδέχτηκαν να συμπεθερέψουν με τους Σωτηροπουλαίους σημαίνει ότι οι τελευταίοι ήταν επίσης πρόσωπα επιφανείας με υψηλό γόητρο και περισσι μη πριν ακόμα συγγενέψουν με την πρώτη οικογένεια της Επαρχίας, γιατί αλλιώς δεν επρόκειτο ποτέ να στέρξουν οι Καναβαίοι σ’ αυτό το συμπεθεριο

Έτσι θα πρόσθεταν κι οι Σωτηρόπουλοι τη δική τους επιρροή πάνω στους κατακτητές μωαμεθανούς για να καλύπτουν οι αγράμματοι ανατολίτες τη Λομποτινά με την εύνοια τους.

Η αναφορά μας στις παραπάνω οικογένειες και στον ρόλο τον οποίο έπαιξαν για να μπορέσει να λειτουργήσει η Σχολή της Μεγάλης Λόμπι εκείνα τα πολύ δύσκολα χρόνια, δεν είναι αυθαίρετη. Η επιρροή της οικ. των Καναβαίων τουλάχιστον και η συμβουλή της στην ίδρυση της Σχολής, βεβαιώνεται από τα απομνημονεύματα τα οποία μας άφησε σημαίνον πρόσωπο της εποχής του ’21, ο Αθανάσιος Λιδωρίκης από το Παλιοκατουνο της Δωρίδας.

Από τ’ απομνημονεύματα του Αθαν. Λιδωρίκη πληροφορούμαστε για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τα εκπαιδευτικά πράγματα της Μεγάλης Λομποτινάς τους προεπαναστατικούς χρόνους και μάλιστα στον 18 αιώνα, αλλά μαθαίνουμε και άλλα επίσης σημαντικά πράγματα για και τη γύρω περιοχή κατά τα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Ο Αθανάσιος Λιδωρίκης χρημάτισε σφραγιδοφύλακας του Αλή πασά πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του θηρίου εκείνου που για κάτι από τριάντα χρόνια υπήρξε ο απόλυτος κύριος και αφέντης της Ηπείρου της Ρούμελης και της Μακεδονίας. Ο Λιδωρίκης γεννήθηκε το 1788 στο Παλιοκάτουνο της Δωρίδος όπως γράφει ο ίδιος στ’ απομνημονεύματα του.

Το πραγματικό επώνυμο του Αθ. Λιδωρίκη, ήταν Σκαρλάτος αλλά συνήθιζαν να δίνουν στους ανθρώπους που ζούσαν κοντά τους σαν ένα όνομα του τόπου της καταγωγής. Έτσι ονόμαζαν τον Αθαν. Σκαρλάτο από το Λιδωρίκι κι αυτό έγινε με τον καιρό το επίσημο επώνυμο του.

Μετά τις πρώτες πληροφορίες που ο Αθ. Λιδωρίκης μας δίνει για την οικονομική κατάσταση της οικογενείας του η οποία «οποσούν εξείχε των την περιουσίαν και την λοιπήν θέσιν» κι ακόμα αφού μας λέγει ότι του ανέδειξε ιερείς και αρματωλούς, οι περισσότεροι από τους οποίους απατηθέντες από τους Τούρκους συνελήφθησαν και θανατώθηκαν προσθέτει:

«Επειδή οι γονείς μου με είχον προορίσει διά το ιερατικό σχήμα και εις την επαρχίαν μας δεν υπήρχε σχολείον μ’ έστειλαν εις Κράβαρα όπου και Σχολείο υπήρχον και οι κάτοικοι περιουσίας ανεπτυγμένας είχον».

Έτσι πληροφορούμαστε με βεβαιότητα ότι στο τέλος του 18ου αιώνα στα Κράβαρα και πρώτ’ απ’ όλα στη Μεγάλη Λομποτινά που ήταν η πρωτεύουσά των, υπήρχαν και σχολεία και οικογένειες με οικονομική άνεση. Ο Λιδωρίκης μάλιστα δεν διστάζει να μας πει και τη γνώμη του για την κατάσταση στην οποία ευρίσκοντο τα Κράβαρα σε σύγκριση με την κατάσταση στην οποία ευρίσκονταν η δική του επαρχία Δωρίδος ακόμα και τα Σάλωνα. «Η επαρχία Δωρίδος —λέγει— κατά την εποχήν εκείνην ήτο πολύ υποδεεστέρα ως και η των Σαλώνων κατά τα φώτα, ησχολούντο δε οι κάτοικοι εις τα ποίμνια και την γεωργίαν». Όμως με όσα γράφει ο Αθανάσιος Λιδωρίκης γεννιέται το ερώτημα: Ποιο ήταν εκείνο που τον παρακινεί να κάνει λόγο για «περιουσίας ανεπτυγμένος» στα Κράβαρα και φυσικά, στη Μεγάλη Λομποτινιά;

Βέβαια θα μπορούσε κανείς σαν απάντηση στο ερώτημα ν’ αναφέρει τους κοτσαμπάσηδες Καναβαίους που τα υποστατικά τους ήταν και πολλά και μεγάλα κι ακόμα θα μπορούσε ν’ αναφέρει και τους Σωτηροπουλαίους των οποίων επίσης τα υποστατικά ήταν πάρα πολλά στη Μεγάλη και τη Μικρή Λομποτινά, στον Πόδο, στη Λιμνίστα, στον Ασπριά, στον ‘Επαχτο και το Αιτωλικό.

Όμως φαίνεται πως οι ανεπτυγμένες περιουσίες οφείλονταν και στο γεγονός ότι η Μεγάλη Λομποτινά και όλη η περιοχή των Κραβάρων ήταν την εποχή που ο Αθανάσιος Λιδωρίκης έφτασε στην πρωτεύουσα των Κραβάρων κι άγνωστο πόσα χρόνια ή εκατονταετίες ενωρίτερα ήταν η μεγαλύτερη μεταξοπαραγωγός περιοχή της κατοπινής επαναστατημένης Ελλάδας. Όταν στις 7 του Φλεβάρη 1822 η προσωρινή κυβέρνηση υποχρέωσε τους Έλληνες να καταβάλουν για τις ανάγκες του αγώνα το «ψυχόγροσο», —καθένας κι ένα γρόσι—κι ακόμα τη Δεκατιά» από την παραγωγή τους, οι Κραβαρίτες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν 400 οκάδες μετάξι, που σημαίνει ότι η παραγωγή στο σύνολο της ήταν 4.000 οκάδες, ενώ οι Ευρυτάνες που έρχονταν δεύτεροι στην παραγωγή υποχρεώθηκαν να  καταβάλουν 30 οκάδες και οι Μανιάτες τρίτοι στην παραγωγή, μόνον δέκα οκάδες. Και στο δεύτερο ερώτημα: Πώς συμβαίνει στην τωρινή γενιά και στις δύο τουλάχιστον προηγούμενες η καλλιέργεια μετάξης στη Μεγάλη Λομποτινά και την περιοχή της να είναι εντελώς άγνωστη;

Φαίνεται πως σε προηγούμενη εποχή αλλά πάντως μετά την επανάσταση του ’21, η σηροτροφία κατεστράφη από ενσκήψασα στους μεταξοσκώληκες αασθένεια και για ενθύμιο της παλιάς αυτής πλούσιας παραγωγής απόμειναν μόνο οι άφθονες μουριές.

Όσο για τα εκπαιδευτικά πράγματα, ο Αθανάσιος Λιδωρίκης συνεχίζει: Εις Λομποτινάν υπό την προστασίαν των προεστώτων Καναβαίων υπήρχον δύο Σχολεία Ελληνικό και Αλληλοδιδακτικό εις τα οποία εδίδασκον δύο διδάσκαλοι εκ Μεσολογγίου». Να, λοιπόν, δύο σημαντικές ακόμα πληροφορίες μαθαίνουμε τον πατριωτικό ρόλο των Καναβαίων οι οποίοι στα δύσκολα χρόνια, την ισχύ τους, τη δύναμή τους σαν κοτσαμπάσηδες και τις οικογενειακές των περγαμηνές δεν τις διέθεταν μόνο για προσωπικό τους όφελος αλλά και για το καλό των συγχωριανών των και των λοιπών κατοίκων της περιοχής. Πληροφορούμαστε ακόμα το πολύ σοβαρό ότι στη Μεγάλη Λομποτινά, στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα δεν λειτουργούσε ένα μόνο Σχολείο, το αλληλοδιδακτικόν, στο οποίο οι μαθητές μάθαιναν να γράφουν κι ακόμα να διαβάζουν το χτοήχι και το ψαλτήρι αλλά υπήρχε και Ελληνικό Σχολείο όπου η διδασκαλία προχωρούσε παραπέρα δηλαδή σε αποσπάσματα από τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και φιλοσόφων.

Με την άφιξη του στη Μεγάλη Λομποτινά, ο Αθανάσιος Λιδωρίκης εντυπωσιάζεται κι εκφράζεται γι’ αυτήν κολακευτικά, αφού δεν την βλέπει σαν ένα από τα συνηθισμένα χωριά αλλά σαν κάτι διαφορετικό. «Ελθών, γράφει, εν τη πόλει ταύτη εμαθήτευσα μέχρι τινός».

Ο χαρακτηρισμός της Μεγάλης Λομποτινάς από τον Αθανάσιο Λιδωρίκη σαν πόλης έχει την ιδιαίτερη σημασία του. Καταρχήν πρέπει να αποκλείσουμε την περίπτωση να οφείλεται αυτό στις πενιχρές αντιλήψεις ενός μικρού παιδιού μαθητού του Δημοτικού Σχολείου στα μάτια του οποίου φαντάζουν μεγάλα και τρανά ακόμα και το πολύ μικρά, το πολύ φτηνά και τα ανάξια λόγου. Βέβαια «είναι άγνωστο πότε ο Αθανάσιος Λιδωρίκης έγραψε τ’ απομνημονεύματα του αλλά σίγουρα ύστερα από την επανάσταση» Αυτό έχει τη σημασία του για τον χαρακτηρισμό της Μεγάλης Λομποτινάς σαν πόλης. Τα απομνημονεύματα γράφτηκαν μετά την επανάσταση, επομένως ο Αθ. Λιδωρίκης είχε πια μεγαλώσει πολύ, οι εντυπώσεις του από τη ζωή είχανε πληθύνει, είχε παραστάσεις από πόλεις όπως τα Γιάννενα, η Αθήνα και μπορούσε επομένως να διακρίνει την πόλη από το χωριό. Και δεν είναι μόνο το πλήθος των παραστάσεων αλλά και η προηγμένη αντίληψης που είχε ο ίδιος δεδομένου ότι όταν ο Λιδωρίκης, έγραφε τ’ απομνημονεύματα του ήταν ένα δημόσιο πρόσωπο μεγάλης αξίας και προβολής. Όταν ο Λιδωρίκης ήταν στα Γιάννενα «εξόν από τα τουρκικά κατάφερε να μάθει και να μιλάει καλά γαλλικά και ιταλικά». Ο ίδιος κατά τη διάρκεια της επαναστάσεως του ’21 εκπροσώπησε την επαρχία του και το Λιδωρίκι σαν πληρεξούσιος στις Εθνικές Συνελεύσεις. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια διορίστηκε διοικητής Λειβαδιάς. Αργότερα του προτάθηκε από την αντιπολίτευση να εκλεγεί μέλος της τριμελούς επιτροπής για την προσωρινή κυβέρνηση ως την άφιξη του Όθωνα αλλά δεν δέχτηκε. Από τον Όθωνα διορίστηκε Σύμβουλος Επικρατείας ενώ ο Κωλέτης, όντας πρωθυπουργός, τον διόρισε γερουσιαστή και ενώ κατείχε το αξίωμα αυτό διορίστηκε και Βασιλικός Επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο, θέση στην οποία έμεινε ως το 1854.

Με την παραπάνω πνευματική συγκρότηση, κοινωνική προβολή και δημοσία προσφορά υπηρεσιών, ο Αθανάσιος Λιδωρίκης ήξερε πολύ καλά και τί έλεγε και τί έγραφε. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει καλά και σώνει να πιστέψουμε ημείς πως τάχα το χωριό μας πριν διακόσια-τρακόσια χρόνια ήταν μια πόλη που προκαλούσε το θαυμασμό στους επισκέπτες της κι έκανε «Μπαμ» με τα έργα πολιτισμού, τα μεγάλα κοινωνικά της ιδρύματα και τις πνευματικές της κατακτήσεις, όμως μπορούμε ωστόσο να καυχόμαστε για το χωριό μας, γιατί εδώ κα Τριακόσια χρόνια περίπου, αρχές του 18ου αιώνα, διέθετε σχολείο με διευθυντή και υποδιευθυντή κάτι για το οποίο δεν μπορούν να καυχηθούν άλλες περιοχές πλούσιες και πολυάνθρωπες κι ακόμα γιατί εδώ και διακόσια χρόνια και πάρα πάνω, η Μεγάλη Λομποτινά είχε Δύο Σχολεία ενώ άλλες περιοχές πολύ γνωστές για τις τωρινές τους κατακτήσεις με πανεπιστήμια και εκατοντάδες αν μη χιλιάδες καθηγητές και δεκάδες χιλιάδες φοιτητές δεν είχαν ούτε ένα. Κι ακόμα ότι ανάμεσα στις οικογένειες της Μεγ. Λομποτινάς υπήρχαν και φαναριώτικες με αυτοκρατορική ακόμα ιστορία και τέλος είχε πύργο και σπίτια με αρχιτεκτονικέ στοιχεία σπάνια για την εποχή, για την ορεινή μάλιστα Ελλάδα. Με άλλα λόγια η Μεγάλη Λομποτινά ήταν ένα χωριό τέτοιας όμως αξίας που παρόμοιο με αυτέ μπορούσε κανείς να συναντήσει μόνο στο Πήλιο και το Ζαγόρι.

Πόσον καιρό έμεινε ο Λιδωρίκης στη Μεγάλη Λομποτινά κι εφοίτησε στα Σχολεία της δεν μας το λέγει, όμως από τ’ απομνημονεύματα του μαθαίνουμε ότι στο τέλος του 18ου αιώνα, τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Η σκιά του τύραννου Αλή-πασά άρχισε να πέφτει βαριά πάνω σ’ αυτό το μεγαλοχώρι. Ο μεγάλος βασανιστής που είχε τη φωλιά του στα Γιάννενα άρχισε να καταδιώκει τους προεστούς Καναβαίους κι αυτοί για να γλυτώσουν από την οργή του, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να καταφύγουνε στο Αίγιο. «Επειδή, γράφει, οι Καναβαίοι καταδιωκόμενοι υπό τον Αλή έφυγον, μετ’ αυτών και οι διδάσκαλοι και τα Σχολεία διελύθησαν, ένεκα τούτου οι γονείς μου με παρέλαβον και εμελέτουν ίνα μ’ αποστείλωσιν εις άλλο Σχολείον».

Ποια χρονιά έγινε αυτό δεν είναι δύσκολο να το συμπεράνουμε, αρκεί να πα­ρακολουθήσουμε τον Αθ. Λιδωρίκη στον γραφτό του λόγο. «Κατά την εποχή εκείνην, γράφει, ήτο γενικός καπετάνιος της επαρχίας Δωρίδος και Κραβάρα ο Λουκάς Καλιακούδας. Ο Αλής αποφασίσας ίνα καταστρέψει πάντας τους εις τον αρματολικόν βίον επιδιδομένους, έστειλε τον Δερβέναγα Μέτσα Μπόνον (εκ Τεπελενίου) προς εξόντωσιν και του Καλιακούδα, όστις ενωθείς μετά του Αλβανού ληστού Σάχου κατέφυγεν εις Καβρολίμνην, όπου γενομένου φονικού πολέμου, καθ’ όν έπεσαν πολλοί Τούρκοι, εφονεύθη και ο Καλιακούδας. Ο θείος μου Κοτρότσης πληγωθείς κατά την μάχη εκείνην εις τον πόδα κατέφυγεν εις Ιθάκην, όπου έμεινεν η οικογένεια του Καλιακούδα, διά να νοσηλευθεί. Ο δε Δασκαλάκης (έτερος θείος του Λιδωρίκη) τεθείς επικεφαλής του εναπομείναντος σώματος του Καλοιάκουδα, ελεηλάτει.

Μετ’ ου πολύ ήλθεν Δερβέναγας των Κραβάρων ο Μάλιο Μέτσε προς ον παρουσιασθείς ο Δασκαλάκης προσκύνησε. Επειδή δε κατά το επικρατούν έθιμον έπρεπε να σταλεί και όμηρος εκ της οικογενείας εις Ιωάννινα, απεφασίσθη ίνα στείλουν εμέ και προς περαίωσιν των σπουδών μου.

Ελθών εις Ιωάννινα επαρουσιάσθην εις τον Αλήν δωδεκαετής ων όστις με υπεδέχθη ευμενώς και προσκαλέσας τον διδάσκαλον Ψαλλίδαν με παρέδωσεν προς εκπαίδευσιν, ανέθεσε δε την κηδεμονίαν μου εις τον εν τη υπηρεσία του τότε Γεώργιον Πλατανιώτην εκ Κραβάρου…».

Με την διευκρίνισν του Λιδωρίκη ότι στα Γιάννινα έφτασε σε ηλικία και δεδομένου ότι εγεννήθη το 1788, γίνεται βέβαιο ότι στα Γιάννινα έ 1800. Επομένως η διάλυσης των Σχολείων της Μεγάλης Λομποτινάς έγινε ίδιο χρόνο ή έστω τον προηγούμενο χρόνο 1799. Πάντως τον ακριβή χρόνο που τα Σχολεία διαλύθηκαν δεν μας τον λέει ο Λιδορίκης.

Έτσι τα δύο Σχολεία που στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς ήταν μια μόνο για τη Μεγάλη Λομποτινά αλλά για ολόκληρη τη γύροι περιοχή, κατέβασαν τα ρολά τους και τα παιδιά έχασαν την εξαιρετική εύνοια να μάθουν και η Μεγάλη Λομποτινά έχασε το κυριότερο προσόν της απέναντι σ’ ολα χωριά και της ευρύτερης ακόμα περιοχής.

Η διάλυση των Σχολείων θα προκάλεσε οδύνη όχι μόνο στους Λομποτιανίτες αλλά και πολύ πέρα απ’ αυτούς όμως δεν μας είναι γνωστό εάν έγιναν προσπάθειες επανασύστασης των Σχολείων κατά τα επόμενα χρόνια ως την απελευθέρωση της Ελλάδας. Απλή μόνο σκέψη κάνουμε ότι δηλαδή οι Λομποτιανίτες για εκατό και παραπάνω χρόνια είχαν συνηθίσει με τη λειτουργία των Σχολείων δεν γίνεται να έμειναν με τα χέρια σταυρωμένα. Όμως αυτή είναι απλή σκέψη χωρίς να γνωρίζουμε καμία ενέργεια που να την επιβεβαιώνει.

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, και μάλιστα δικαιολογημένα, η άποψη ότι ήταν αδύνατο να τολμήσουν οι Λομποτιανίτες να φροντίσουν για το άνοιγμα των σχολείων. Ο τύραννος Αλή-πασάς δεν ήταν από τους ανθρώπου που άκουγαν παραστάσεις και παρακλήσεις με σκοπό να τον κάμουν ν’ αλλάξει αποφάσεις που είχε πάρει. Δεδομένου μάλιστα ότι η κατάργησης των Σχολείων συνδυάζεται με την αλλαγή της στάσεως του απέναντι των Καναβαίων τους οποίους άρχισε να λογαριάζει για εχθρούς του, απόφαση του να επιτρέψει την επανασύσταση ίδρυση των Σχολείων στη Μεγάλη Λομποτινά θα ήταν το τελευταίο που θα μπορούσε να τον απασχολήσει. Από τη στιγμή που τη μεγάλη κοτσαμπασίδικι οικογένεια την έβλεπε με μισό μάτι δεν μπορούσε να επιτρέψει την επανασύσταση σχολείων τα οποία όταν λειτουργούσαν «ήταν υπό την προστασίαν των Καναβαίων».

(Ανατύπωση από το Βιβλίο του Γ. Μ. Τσατσάνη «Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΟΜΠΟΤΙΝΑ το χωριό μου, που τυπώθηκε σε 1000 αντίτυπα για λογαριασμό του Συνδέσμου Ανωχωριτών Ναυπακτίας)

 

 

Για τη Σχολή της Λομποτινάς , που φαίνεται ότι ήταν δημιούργημα των Προεστώτων των Κραβάρων Καναβαίων, έχουμε κάποιες ιστορικές μαρτυρίες. Ο Σάπφειρος Χριστοδουλίδης, μαθητής και πρώτος βιογράφος του Πατροκοσμά του Αιτωλού, γράφει για το δάσκαλό του: “…όταν ήτον χρόνων 20, ίσως και επέκεινα, άρχισε να διδάσκη τα Γραμματικά υποκάτω εις τον Ιεροδιάκονον Ανανίαν τον καλούμενον Δερβισάνον. Επειδή κατά τους χρόνους εκείνους άρχισε με φήμην μεγάλην το Σχολείον του Βατοπεδίου εις το Άγιον Όρος, μετέβη εις εκείνο με άλλους εδικούς του συμμαθητάς, ουκ ολίγους….”. Κατά την άποψη που επικρατεί ο Πατροκοσμάς γεννήθηκε στα 1714. Άρα γύρω στα 1734 πήγε κοντά στον Ανανία Δερβισάνο, που από άλλη πηγή γνωρίζουμε ότι διεύθυνε τη Σχολή της Λομποτινάς. Τώρα πότε ιδρύθηκε η Σχολή στη Λομποτινά δεν μπορούμε να ξέρουμε. Εκεί πάντως ο Πατροκοσμάς στην αρχή παρακολούθησε μαθήματα και αργότερα με τη σύμφωνη γνώμη του δασκάλου του Ανανία, ο οποίος παρατήρησε το θερμουργό του ζήλο, διορίστηκε ως δάσκαλος σ’ αυτή. “ Είχε δε πόθο πολύν, ο μακάριος εις την καρδίαν του εξ αρχής, έτι κοσμικός όντας ήθελε να ωφελήση και τους αδελφούς του χριστιανούς από εκείνα που εγνώριζε”, γράφει ο Χριστοδουλίδης. Πόσα χρόνια δίδαξε ο Πατροκοσμάς στη Λομποτινά δεν ξέρουμε. Η Αθωνιάδα Ακαδημία ιδρύθηκε στα 1749 και φαίνεται από τους πρώτους μαθητές της ήταν ο Κοσμάς. Πάντως παραδίδεται ότι ενδιαμέσως ο Πατροκοσμάς πήγε στο Ελληνομουσείο των Βραγγιανών, όπου συνέχισε “ανώτερες” σπουδές κοντά στον Σχολάρχη αδερφό του Χρύσανθο. Υπολογίζεται ότι ο Πατροκοσμάς έμεινε στη Λομποτινά ως μαθητής και δάσκαλος 4-6 χρόνια, ίσως μέχρι το 1738.

Ο Θανάσης Νικολ. Σκαρλάτος ή Λιδωρίκης (γεν. 1788) μας δίνει στα απομνημονεύματά του τη δεύτερη ιστορική μαρτυρία για τη Σχολή της Λομποτινάς. Γράφει: “…..Η επαρχία Δωρίδος κατά την εποχήν εκείνην ήτο πολύ υποδεεστέρα, ως η των Σαλώνων κατά τα φώτα, ησχολούντο οι κάτοικοι εις τα ποίμνια και την γεωργίαν. Επειδή δε οι γονείς μου με είχον προορίσει δια το ιερατικόν σχήμα και εις την επαρχίαν μας δεν υπήρχεν Σχολείον μ’ έστειλαν εις Κράβαρα, όπου και Σχολεία υπήρχον και οι κάτοικοι περιουσίας ανεπτυγμένας είχον. Εις Λομποτινάν υπό την προστασίαν των προεστώτων Καναβαίων υπήρχον δύο σχολεία Ελληνικόν και Αλληλοδιδακτικόν, εις τα οποία εδίδασκον δύο διδάσκαλοι εκ Μεσολογγίου. Ελθών εν τη πόλει ταύτη εμαθήτευσα μέχρι τινός. Επειδή δε οι Καναβαίοι καταδιωκόμενοι υπό του Αλή έφυγον, μετ’ αυτών και οι διδάσκαλοι και τα σχολεία διελύθησαν, ένεκα τούτου οι γονείς μου με παρέλαβον και εμελέτουν ίνα μ’ αποστείλωσιν εις άλλο σχολείον….”. Ο διωγμός των Καναβαίων και η δολοφονία του Αρχιπροεστού Νικολάκη-Αναγνώστη Καναβού πιθανολογείται ότι έγιναν στα τέλη του 1800 ή στο πρώτο εξάμηνο του 1801. Άγνωστο αν η Σχολή ξανάνοιξε. Στα 1831 επί Καποδίστρια γίνεται κίνηση, για να ιδρυθούν δύο αλληλοδιδακτικά σχολεία στα Κράβαρα (Πλάτανος-Κλεπά). Δεν γίνεται λόγος για τη Λομποτινά, μολονότι ήταν έδρα του Διοικητή. Ίσως λόγω των καταστροφών και των διωγμών που είχε πάθει η Πολίχνη να μην είχε τη δυνατότητα να στηρίξη σχολείο.

Από τη Λομποτινά καταγόταν ο Ιωάννης Χρυσοβέργης, φημισμένος ελληνοδιδάσκαλος. Από έγγραφο 28.12.1829 πληροφορούμαστε: “Ο Αυγουστίνος Καποδίστριας εσύστησεν εις το φρούριον της Ναυπάκτου ελληνικόν διδάσκαλον τον κύριον Ιωάννην Χρυσοβέργην, άνδρα ικανόν τοιούτου επαγγέλματος και χρηστοήθη…”. Το σχολείο λειτούργησε μόνο 15 ημέρες, γιατί ο Χρυσοβέργης απέθανε. (Λειτούργησε όπως βλέπομε σε σχετικό λογαριασμό εξόδων της σχολής στις 3.10.1829). Σε νεκρολογία για το γιό του Νικόλαο (χρονολ. θανάτου 28 Δεκ. 1850). “…Ήτο δε ο μακαρίτης υιός του κατά την καθ’ ημάς σοφίαν μεγάλου Διδασκάλου Ιωάννου Χρυσοβέργη υφ’ ω ανατραφείς και παιδευθείς την αληθινήν παιδείαν εδείχθη άξιος του σοφού πατρός του”. Παιδιά του Ιωάννη Χρυσοβέργη, που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στα 1817, ήταν οι :Αντώνης, Αναστάσης και Θανάσης που σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών κατά την επανάσταση, ο Βασίλης ο γραμματικός του Δήμου Σκαλτσά και του Καραϊσκάκη και μεταπελευθερωτικά Δικαστής, ο Παντολέων Β` Γραμματέας του Πολεμικού Κριτηρίου επί Καποδίστρια, και ο Νικόλαος στρατιωτικός και Δήμαρχος Λαμίας.

Να δίδαξε άραγε ο σοφός διδάσκαλος Ιωάννης Χρυσοβέργης στη Σχολή της πατρίδας του Λομποτινάς; Προς το παρόν δεν έχουμε στοιχεία για να απαντήσουμε χωρίς επιφυλάξεις στο ερώτημα.

Παρά τα λιγοστά στοιχεία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Σχολή Λομποτινάς έπαιξε σπουδαίο και δημιουργικό ρόλο κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας. Ήταν ένα φως μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Τα ορεινά Κράβαρα, τα τόσο στους νεότερους χρόνους συκοφαντημένα, πέρα από την αναμφισβήτητη πολεμική τους προσφορά, είχαν σημαντική παρουσία στο πνευματικό προσκλητήριο των σκλάβων Ελλήνων για την διατήρηση του Γένους.

Η Σχολή Λομποτινάς ήταν πνευματική απάντηση των Κραβάρων στα σκοτάδια της Τουρκοκρατίας. Ήταν η ζωντανή απόδειξη του πόθου των Κραβαριτών για γνώση και μάθηση και ταυτόχρονα μια πρωθύστερη αποστομωτική απάντηση στους κατοπινούς τιμητές τους…

(της Ευγενίας Καραγιάννη. Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα “Ναυπακτιακή”).

 

 

Leave a Reply